-
1 фактический
επ.πραγματικός, αληθινός•-ое событие πραγματικό γεγονός•
-ие данные τα πραγματικά δεδομένα ή στοιχεία•
фактический материал υλικά στηριζόμενα στην πραγματικότητα•
-ое положение вещей η αληθινή κατάσταση τωνπραγμάτων.
εκφρ.фактический срак – γάμος μη νομιμο-πο ιημένος.